- καθυπομιμνήσκομαι
- καθυπομιμνήσκομαι (Μ)(επιτατ. τού υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-μιμνήσκομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.